- σησαμίνῳ
- σησάμινοςmade of sesamemasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σησαμίνωι — σησαμίνῳ , σησάμινος made of sesame masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σησάμινος — ίνη, ον, Α 1. αυτός που παράγεται ή προέρχεται από σουσάμι («εὔκαρπος ἡ πολλὴ πλὴν ἐλαίου, χρῶνται δὲ σησαμίνῳ», Στράβ.) 2. φρ. «σησάμινον ἔλαιον» ή «σησάμινον χρῑσμα» σησαμέλαιο, σουσαμόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + κατάλ. ινος (πρβλ.… … Dictionary of Greek